Το βιολί είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που ανήκει στην οικογένεια των εγχόρδων με δοξάρι. Είναι το μικρότερο και υψηλότερης έκτασης μέλος της οικογένειας αυτής, που περιλαμβάνει επίσης τη βιόλα, το βιολοντσέλο και το κοντραμπάσο. Το βιολί έχει τέσσερις χορδές, κουρδισμένες σε πέμπτες (σολ, ρε, λα, μι), και παίζεται με τη χρήση ενός δοξαριού, αν και οι χορδές μπορούν επίσης να παιχτούν με τα δάχτυλα (pizzicato).
Το βιολί αποτελείται από ένα κοίλο ξύλινο σώμα με καμπύλες, ένα μακρύ μπράτσο με ταστιέρα, κλειδιά στο κεφαλάρι για το κούρδισμα των χορδών, και ένα δοξάρι με τρίχες από ουρά αλόγου. Ο ήχος παράγεται όταν το δοξάρι τριβεί πάνω στις χορδές, προκαλώντας τις να δονηθούν. Το βιολί έχει τη δυνατότητα να παράγει μεγάλη ποικιλία ήχων, από πολύ μαλακούς και γλυκούς τόνους μέχρι έντονους και δυνατούς.
Η ιστορία του βιολιού χρονολογείται από τον 16ο αιώνα στην Ιταλία, και από τότε έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πιο αγαπητά και σημαντικά όργανα της κλασικής μουσικής. Το βιολί έχει κεντρικό ρόλο στην ορχήστρα και τη μουσική δωματίου, ενώ αποτελεί και αγαπημένο όργανο για σόλο εκτελέσεις. Στη λαϊκή και παραδοσιακή μουσική, το βιολί είναι εξίσου δημοφιλές, με διαφορετικές τεχνικές παιξίματος που ποικίλουν ανάλογα με το πολιτιστικό πλαίσιο.
Η εκμάθηση του βιολιού απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία και ακρίβεια, καθώς και ικανότητα στον χειρισμό του δοξαριού και στο κούρδισμα. Η θέση των δακτύλων στην ταστιέρα είναι εξαιρετικά σημαντική για την παραγωγή καθαρών και σωστών νοτών, ενώ η σωστή χρήση του δοξαριού επιτρέπει στον μουσικό να ελέγχει τη δυναμική, τον τόνο και την εκφραστικότητα της μουσικής. Το βιολί είναι γνωστό για την ευελιξία και την εκφραστική του δύναμη, που το καθιστούν ένα από τα πιο συναρπαστικά όργανα για τους μουσικούς και τους ακροατές.